- μόρσιμος
- -η, -ο (Α μόρσιμος και μόριμος, -ον)1. αυτός που είναι προορισμένος, προαποφασισμένος από τη μοίρα, πεπρωμένος, μοιραίος («σοὶ μὲν γαμεῑσθαι μόρσιμον, γαμεῑν δ' ἐμοί», Αισχύλ.)2. φρ. «μόρσιμον ἦμαρ» — η ημέρα τού θανάτου, τού ολέθρου, τής καταστροφήςαρχ.1. αυτός που υπόκειται στη μοίρα, αυτός που είναι προορισμένος να πεθάνει, ο θνητός2. το ουδ. ως ουσ. τὸ μόρσιμοντο πεπρωμένο, η ειμαρμένη, η τύχη, το μοιραίο3. φρ. «μόρσιμος αἰών» — ο ορισμένος για κάποιον από την τύχη χρόνος που θα ζήσει.[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. μόρ-ιμος < μόρος «μοίρα, πεπρωμένο» + κατάλ. -ιμος. Ο τ. μόρσιμος < μόρος, κατά τα επίθ. σε -σιμος, χρησιμοποιήθηκε με μεγαλύτερη συχνότητα επειδή εξυπηρετούσε μετρικές ανάγκες. Η άποψη ότι το επίθ. μόρσιμος παράγεται από έναν αμάρτυρο τ. *μόρσις (πρβλ. λατ. mors, mortis «θάνατος») δεν θεωρείται πιθανή].
Dictionary of Greek. 2013.